δόλιχος

δόλιχος
ο (AM δόλιχος)
1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων)
2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό
3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια
4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δολιχός — δολιχός, ή, όν (AM) 1. μακρύς, επιμήκης 2. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ΙΕ τ. με σημασία «μακρύς», που εμφανίζει δισύλλαβη ρίζα *doligh και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών …   Dictionary of Greek

  • δολιχός — long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλιχος — the long course masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχά — δολιχός long neut nom/voc/acc pl δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc/acc dual δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχώτερον — δολιχός long adverbial comp δολιχός long masc acc comp sg δολιχός long neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχῶν — δολιχός long fem gen pl δολιχός long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχόν — δολιχός long masc acc sg δολιχός long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχώτατον — δολιχός long masc acc superl sg δολιχός long neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχαῖς — δολιχός long fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχαί — δολιχός long fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”